Ιστορία:
Υπάρχουν αναφορές για το μαγαζί σε ιστορικά βιβλία. Τα παρακάτω 3 αποσπάσματα είναι παρμένα σχεδόν αυτούσια από σελίδα του
εργαστήρι ιστορίας Α.Π.Θ.. Το πρώτο είναι από το βιβλίο "
Η ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912" του Γεωργίου Σταμπουλή (Διόσκουροι, 1984), το δεύτερο και το τρίτο από το "
Τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης" του Κώστα Τομανά (Εξάντας, 1992).
- Ήταν και ζυθοπωλείο και ζαχαροπλαστείο, από τα αριστοκρατικότερα της πόλης μας. Είχε τα μπιλιάρδα, που ο ίδιος ο Νέδος ήταν εισαγωγέας τους (είχε την αντιπροσωπεία στην οδό Φράγκων), μικροθίασο Φασουλή, πιανόλες με βιεννέζικες οπερέτες, και το θαυμάσιο κήπο που έβγαινε πίσω στη Διαλέττη κι είχε ένα μικρό συντριβάνι.
- Το καφενείο "Παρθενών" βρίσκονταν στην οδό Χαμιδιέ. Ο ιδιοκτήτης του Πέτρος Νέδος ήταν έμπορος στο επάγγελμα και προοδευτικός. Ταξίδευε συχνά στη Βιέννη, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταφορά νεωτερισμών, που ο ίδιος έκρινε καλούς, στα καφενεία του στη Θεσσαλονίκη. Το καφενείο λόγω της πολυτέλειας του προσέλκυε πολίτες μέσης και ανώτερης τάξης. Εκεί οι πελάτες παίζουν τάβλι και συζητούν τα θέματα της Κοινότητας, διαβάζουν εφημερίδες ελληνικές και ξένες όπως επίσης ακούν και μουσική από τη βιεννέζικη ηλεκτρική πιανόλα που έχει φέρει ο ιδιοκτήτης. Ένα στοιχείο των βιεννέζικων καφενείων που διέθετε ο Παρθενών ήταν η ανάρτηση κάθε μέρα σε ειδικό μέρος του καφενείου δελτίου γεγονότων που συνέβαιναν στο κόσμο για την ενημέρωση των πελατών του. Στο πίσω μέρος του καφενείου ήταν η "αίθουσα σφαιριστηρίου" όπου πελάτες έπαιζαν με τις ώρες "μπάτσικα", ένα είδος παιχνιδιού στο μπιλιάρδο που κρατούσε ώρες, γι' αυτό και οι Σαλονικιοί έλεγαν τους χασομέρηδες "τα παιδιά της μπάτσικας". Ανάμεσά τους και ο Κεμάλ Ατατούρκ. Στην αυλή του καφενείου υπήρχε μια στέρνα και μέσα σ' αυτή ένας μεταλλικούς "μπάκακας" με ανοιχτό στόμα. Οι παίχτες έριχναν από μια ορισμένη απόσταση κρικάκια και κέρδιζε εκείνος που έβαζε τα πιο πολλά στο στόμα του "μπάκακα". Τα καλοκαιρινά βράδια έπαιζε στο κήπο Φασουλή μαριονέτες ο Μιχάλης Ιατρίδης. Τα τραγούδι που συνόδευαν την παράσταση τα τραγουδούσε η μικρή του κόρη Σωτηρία, μετέπειτα μεγάλη ηθοποιός, τραγουδίστρια και συνθέτης πολλών τραγουδιών.
- Ο Παρθενών ήταν ένα μεγάλο καφενείο. Στο καφενείο αυτό είχαν το στέκι τους οι οικοδόμοι παντός είδους, χτίστες, μαραγκοί, υδραυλικοί και γυψάδες οι πιο πολλοί Ηπειρώτες. Οι εργολάβοι στην εποχή του Μεσοπολέμου όταν χρειάζονταν εργάτες όταν χρειάζονταν εργάτες για τις οικοδομές που έχτιζαν, πήγαιναν στον Παρθενώνα κι εκεί, ανάμεσα σ' έναν καφέ ή το πολύ-πολύ ένα καραφάκι ούζο έκλεινε η δουλειά με μια προκαταβολή και χωρίς ΙΚΑ. Στα τραπεζάκια του καφενείου τις βροχερές μέρες που δε δούλευαν τα γιαπιά οι οικοδόμοι έπαιζαν την ξερή, το σκαμπίλι, τα σπαθιά και την πρέφα τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα τα ζητήματά τους προσέχοντας να μην τους ακούνε τα όργανα της Ασφάλειας, που είχαν κι αυτοί το στέκι τους εκεί για ν' ασκούν τα αστυνομικά τους καθήκοντα, που τα θεωρούσαν "άμυνα του καθεστώτος εναντίον των ειδεχθών κομμουνιστών". Κι αυτό, γιατί οι οικοδόμοι ήταν μετά τους καπνεργάτες το πιο ζωηρό στοιχείο της εργατικής τάξης.
Πρέπει να λειτούργησε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ήταν σίγουρα ανοικτό το 1908, αφού σύμφωνα με την
εφημερίδα Μακεδονία ο Πέτρος Νέδος ήταν ιδρυτικό μέλος του
Ηρακλή και ήταν ήδη "
ιδιοκτήτης καφενείου". Επίσης, ήταν σίγουρα ανοικτό και το 1917, αφού υπάρχει μια σχετική αναφορά στο βιβλίο "
Η ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912" του Γεωργίου Σταμπουλή. Τέλος υπάρχει υπόνοια ότι ήταν ανοιχτό στον μεσόπολεμο στο βιβλίο "
Τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης" του Κώστα Τομανά.
Η ακριβής του θέση επί της Χαμιδιέ είναι άγνωστη. Η Χαμιδιέ αργότερα μετονομάστηκε σε Βασιλέως Κωνσταντίνου, μετά Βασιλίσσης Σοφίας και μετά σε Εθνικής Άμυνας (μέχρι και σήμερα, 2011).