Σε νέα επίσκεψη, δύο χρόνια μετά, ευτυχώς εξέλειπε το τσιγάρο. Γεγονός που ήρε δεύτερες σκέψεις που υπήρχαν σχετικά με την επιστροφή στο μαγαζί.
Το μέσα εξακολουθεί να είναι φοβερά παράτερο (με τις ανοιχτές, πελώριες τηλεοράσεις αυτή τη φορά να δείχνουν -χωρίς ήχο- ειδήσεις). Απ' την άλλη, μία curing αίσθηση ζεστασιάς που προσφέρει ο ήλιος όπως μπαίνει τις κρύες τούτες μέρες απ' την τζαμαρία. Δύο λύκοι.
Στα του φαγητού:
Παϊδάκια αρνίσια οκ,
Ριζότο μανιταριών αρκετά καλό, με το λάδι τρούφας να μην σκεπάζει τα πάντα,
Μοσχαρίσια μπριζόλα όχι κάτι ιδιαίτερο αλλά αρκετά ζουμερή ακόμη και στο well ψήσιμο, που την ανέβαζε,
Χοιρινή tomahawk όχι κάτι ιδιαίτερο και στεγνή,
Μελιτζανομπουρεκάκι με τυριά (χειροποίητο δικό τους) καλό,
Κολοκυθάκια τηγανιτά λίγα και όχι καλά, δηλαδή αρκετά κακά,
Μπουγιουρντί οκ.
Κουβέρ αναφέρεται ρητώς εντός του καταλόγου ότι δεν προσφέρεται και ότι το ψωμί δεν χρεώνεται. Το νερό, βέβαια, έρχεται εμφιαλωμένο, άνευ ερωτήσεως.
Στην επόμενη προδιαγεγραμμένη επίσκεψη, μιας και η ομήγυρη το τιμά το μαγαζί, θα πάω για το μπιφτέκι και τo rib eye black Angus Ουρουγουάης.
Οι τιμές καλές (20€/άτομο, με λίγο ποτό).
Ένα θέμα με το service που καραδοκεί ωσάν αρπακτικό για να μαζέψει τα, όχι-πάντα, άδεια πιάτα (μάλλον πολιτική του μαγαζιού), δημιούργησε κάποιες αβολίλες, αλλά σε γενικές γραμμές καλά.
Χώρος πέριξ της "λίμνης" Γκυτζής στο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων. Μία ΟΚ τοποθεσία (ναι, προφανώς λίμνη δεν είναι), που επειδή βρίσκεται αρκετά κοντά στην πόλη των Τρικάλων και της Καλαμπάκας μπορεί να τραβήξει κόσμο με παιδιά/οικογένειες.
Επειδή έβρεχε καθίσαμε μέσα (δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πόσος χαμός θα επικρατεί όταν λειτουργεί και ο εξωτερικός χώρος και έχει κόσμο, καθώς μου φάνηκε αρκετά μεγάλη η έκτασή του). Παρόλα αυτά, το έξω του είναι αρκετά όμορφο.
Εσωτερικός χώρος μεγάλος που, ενώ όμως προσπαθεί να πει κάτι ως στυλ, παρα-είναι φορτωμένος με διαφορετικά, μη συνεκτικά, στοιχεία που βγάζουν μία κάπως παράτερη αίσθηση.
Μπαίνοντας, κάτι που είχε γίνει "εμφανές" και από το τηλεφώνημα για κράτηση, τόσο ο "μετρ" του μαγαζιού όσο και αρκετοί πελάτες κάπνιζαν, γεγονός που το θεωρώ μέγιστο φάουλ, ειδικά όταν μιλάμε για φαγητό (και μάλιστα που προσπαθεί να πει κάτι ως γαστρονομική εμπειρία και όχι απλώς ως ταβέρνα/κοινωνικό γεγονός).
Διαφορετικοί κατάλογοι για το φαγητό και το ποτό/καφέ. Από τον δεύτερο κατάλογο, που ήταν ένα συνονθύλευμα references και εικόνων από το La Casa De Papel, υπήρχε η δυνατότητα και για κάποια burgers και club sandwiches. Εμείς πήγαμε με το κανονικό μενού.
Δοκιμάστηκαν:
- Σαλάτα (ομώνυμη του μαγαζιού) πράσινη με βαλεριάνα, crunchy προσούτο, κρανμπεριζ (?), αφρό φέτας, μπισκότο (μάλλον ντάκου) και ντάκο: ΟΚ, ήταν γευστική, υπήρχε όμως αρκετή πληροφορία στο πιάτο δίχως κάποιον καθορισμένο σκοπό. Το μπισκότο (ντάκου;) ήταν ελάχιστο και χανότανε -ειδικά όταν μέσα στο πιάτο υπήρχε ένας πελώριος κανονικός ντάκος, ο αφρός φέτας δεν ήταν αφρός αλλά μους, τα κρανμπεριζ υπήρχαν ανεξηγήτως -μάλλον- σε περισσότερες από μία υφές, καθώς δεν μπορέσαμε ποτέ να ταυτοποιήσουμε τί ακριβώς ήταν τα ζελεδάκια που υπήρχαν στο πιάτο. Ήθελε κάτι να πει, χωρίς να το καταφέρνει.
- Μελιτζανομπουρεκάκια: Τυλιχτά χοιρινά κομμάτια κρέατος με μελιτζάνα, τυριά, βουτηγμένα σε μία θάλασσα μαρινάρας. Γευστικό πιάτο, δίχως, όμως, περισσότερη προσπάθεια. Ανεξήγητο το κομμάτι κρέατος στο εσωτερικό, ιδιαίτερα πρωταγωνιστική η σάλτσα ντομάτας και η μελιτζάνα σε ένα context που έχει χιλιοπαιχτεί.
- Λιβανέζικο κοτόπουλο με καπνιστή μαγιονέζα: Εντάσσεται στα ορεκτικά. Ζυμωμένος κιμάς κοτόπουλο με μπαχαρικά, περασμένο σε ξύλινο καλαμάκι. Μοιάζει με κεμπάπι. Νόστιμα, κυμινάτα, καλή τσαχπινιά αυτή της καπνιστής μαγιονέζας.
Και περνάμε στις κυρίως επιλογές, οι οποίες ήρθαν και άλλαξαν την άποψη.
- Ταλιάτα black angus: Rare ψήσιμο (πολύ καλό) ενός πολύ καλού κρέατος, ποσότητα αρκετά τίμια. Συνοδευόταν από πατάτες τσακιστές (νοστιμότατες και φεσκότατες) και λίγο βραστό μπρόκολο. Επί του κρέατος υπήρχε ένα όξινο dressing με κρεμμύδι και άλλα, το οποίο αν και γευστικό πολύ, θα το προτιμούσα σε ντιπάκι ώστε να υπάρχει η επιλογή του βουτήγματος και της δίχως αυτό κατανάλωσης.
- Κοντοσούβλι κοτόπουλο: Δυστυχώς ήρθε στα κλασσικά κοντοσούβλια που κρέμονται ανάποδα και αφαιρείς εσύ τα κομμάτια του κρέατος. Ζουμερά και τρυφερά κομματάκια, περιχυμένα με σάλτσα (μουστάρδας;), που όμως δεν μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Αρκετά καλό (με τον αστερισκο ότι θα μπορούσε και καλύτερα). Συνοδεία τσακιστών πατατών και εδώ.
Ήπιαμε κόκκινο κρασί (ήρθε σε ατομικα φυαλίδια, δυστυχώς από το ψυγείο).
Overall εντυπώσεις:
- Η κάπως "αυστηρή" κριτική σε ορισμένα πιάτα γίνεται γιατί το μαγαζί επιχειρεί να έχει έναν χαρακτήρα πέρα από τα συνηθισμένα. Σε γενικές γραμμές, δεν ήταν μία κακή εμπειρία, γευστικά μάλιστα τα πήγε πολύ καλά, θα ήθελα, όμως, να δω ουσιαστική προσπάθεια που δε θα τραβάει απλώς μία διαχωριστική γραμμή από τα εστιατόρια της σειράς, αλλά θα χαράζει τον δικό του γαστρονομικό δρόμο.
- Η tagliata, γιατί αυτό κρατώ από τα πιάτα, ήταν εξαιρετική.
- Το service ευγενικό και σβέλτο.
Στα αρνητικά το τσιγάρο (κυρίως η κανονικοποιημένη ανοχή του), καθώς και η ύπαρξη/λειτουργία τηλεόρασης (ευτυχώς χωρίς ήχο), η οποία και άνοιξε για να δει το καπνίζον κοινό τον αγώνα Qatar εναντίον Ecuador.
Το μέσα εξακολουθεί να είναι φοβερά παράτερο (με τις ανοιχτές, πελώριες τηλεοράσεις αυτή τη φορά να δείχνουν -χωρίς ήχο- ειδήσεις). Απ' την άλλη, μία curing αίσθηση ζεστασιάς που προσφέρει ο ήλιος όπως μπαίνει τις κρύες τούτες μέρες απ' την τζαμαρία. Δύο λύκοι.
Στα του φαγητού:
Παϊδάκια αρνίσια οκ,
Ριζότο μανιταριών αρκετά καλό, με το λάδι τρούφας να μην σκεπάζει τα πάντα,
Μοσχαρίσια μπριζόλα όχι κάτι ιδιαίτερο αλλά αρκετά ζουμερή ακόμη και στο well ψήσιμο, που την ανέβαζε,
Χοιρινή tomahawk όχι κάτι ιδιαίτερο και στεγνή,
Μελιτζανομπουρεκάκι με τυριά (χειροποίητο δικό τους) καλό,
Κολοκυθάκια τηγανιτά λίγα και όχι καλά, δηλαδή αρκετά κακά,
Μπουγιουρντί οκ.
Κουβέρ αναφέρεται ρητώς εντός του καταλόγου ότι δεν προσφέρεται και ότι το ψωμί δεν χρεώνεται. Το νερό, βέβαια, έρχεται εμφιαλωμένο, άνευ ερωτήσεως.
Στην επόμενη προδιαγεγραμμένη επίσκεψη, μιας και η ομήγυρη το τιμά το μαγαζί, θα πάω για το μπιφτέκι και τo rib eye black Angus Ουρουγουάης.
Οι τιμές καλές (20€/άτομο, με λίγο ποτό).
Ένα θέμα με το service που καραδοκεί ωσάν αρπακτικό για να μαζέψει τα, όχι-πάντα, άδεια πιάτα (μάλλον πολιτική του μαγαζιού), δημιούργησε κάποιες αβολίλες, αλλά σε γενικές γραμμές καλά.
Χώρος πέριξ της "
Επειδή έβρεχε καθίσαμε μέσα (δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πόσος χαμός θα επικρατεί όταν λειτουργεί και ο εξωτερικός χώρος και έχει κόσμο, καθώς μου φάνηκε αρκετά μεγάλη η έκτασή του). Παρόλα αυτά, το έξω του είναι αρκετά όμορφο.
Εσωτερικός χώρος μεγάλος που, ενώ όμως προσπαθεί να πει κάτι ως στυλ, παρα-είναι φορτωμένος με διαφορετικά, μη συνεκτικά, στοιχεία που βγάζουν μία κάπως παράτερη αίσθηση.
Μπαίνοντας, κάτι που είχε γίνει "
Διαφορετικοί κατάλογοι για το φαγητό και το ποτό/καφέ. Από τον δεύτερο κατάλογο, που ήταν ένα συνονθύλευμα references και εικόνων από το La Casa De Papel, υπήρχε η δυνατότητα και για κάποια burgers και club sandwiches. Εμείς πήγαμε με το κανονικό μενού.
Δοκιμάστηκαν:
- Σαλάτα (ομώνυμη του μαγαζιού) πράσινη με βαλεριάνα, crunchy προσούτο, κρανμπεριζ (?), αφρό φέτας, μπισκότο (μάλλον ντάκου) και ντάκο: ΟΚ, ήταν γευστική, υπήρχε όμως αρκετή πληροφορία στο πιάτο δίχως κάποιον καθορισμένο σκοπό. Το μπισκότο (ντάκου;) ήταν ελάχιστο και χανότανε -ειδικά όταν μέσα στο πιάτο υπήρχε ένας πελώριος κανονικός ντάκος, ο αφρός φέτας δεν ήταν αφρός αλλά μους, τα κρανμπεριζ υπήρχαν ανεξηγήτως -μάλλον- σε περισσότερες από μία υφές, καθώς δεν μπορέσαμε ποτέ να ταυτοποιήσουμε τί ακριβώς ήταν τα ζελεδάκια που υπήρχαν στο πιάτο. Ήθελε κάτι να πει, χωρίς να το καταφέρνει.
- Μελιτζανομπουρεκάκια: Τυλιχτά χοιρινά κομμάτια κρέατος με μελιτζάνα, τυριά, βουτηγμένα σε μία θάλασσα μαρινάρας. Γευστικό πιάτο, δίχως, όμως, περισσότερη προσπάθεια. Ανεξήγητο το κομμάτι κρέατος στο εσωτερικό, ιδιαίτερα πρωταγωνιστική η σάλτσα ντομάτας και η μελιτζάνα σε ένα context που έχει χιλιοπαιχτεί.
- Λιβανέζικο κοτόπουλο με καπνιστή μαγιονέζα: Εντάσσεται στα ορεκτικά. Ζυμωμένος κιμάς κοτόπουλο με μπαχαρικά, περασμένο σε ξύλινο καλαμάκι. Μοιάζει με κεμπάπι. Νόστιμα, κυμινάτα, καλή τσαχπινιά αυτή της καπνιστής μαγιονέζας.
Και περνάμε στις κυρίως επιλογές, οι οποίες ήρθαν και άλλαξαν την άποψη.
- Ταλιάτα black angus: Rare ψήσιμο (πολύ καλό) ενός πολύ καλού κρέατος, ποσότητα αρκετά τίμια. Συνοδευόταν από πατάτες τσακιστές (νοστιμότατες και φεσκότατες) και λίγο βραστό μπρόκολο. Επί του κρέατος υπήρχε ένα όξινο dressing με κρεμμύδι και άλλα, το οποίο αν και γευστικό πολύ, θα το προτιμούσα σε ντιπάκι ώστε να υπάρχει η επιλογή του βουτήγματος και της δίχως αυτό κατανάλωσης.
- Κοντοσούβλι κοτόπουλο: Δυστυχώς ήρθε στα κλασσικά κοντοσούβλια που κρέμονται ανάποδα και αφαιρείς εσύ τα κομμάτια του κρέατος. Ζουμερά και τρυφερά κομματάκια, περιχυμένα με σάλτσα (μουστάρδας;), που όμως δεν μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Αρκετά καλό (με τον αστερισκο ότι θα μπορούσε και καλύτερα). Συνοδεία τσακιστών πατατών και εδώ.
Ήπιαμε κόκκινο κρασί (ήρθε σε ατομικα φυαλίδια, δυστυχώς από το ψυγείο).
Overall εντυπώσεις:
- Η κάπως "
- Η tagliata, γιατί αυτό κρατώ από τα πιάτα, ήταν εξαιρετική.
- Το service ευγενικό και σβέλτο.
Στα αρνητικά το τσιγάρο (κυρίως η κανονικοποιημένη ανοχή του), καθώς και η ύπαρξη/λειτουργία τηλεόρασης (ευτυχώς χωρίς ήχο), η οποία και άνοιξε για να δει το καπνίζον κοινό τον αγώνα Qatar εναντίον Ecuador.